- Ουώλπολ
- (Walpole). Βλ. λ. Γουόλπολ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Στάνχοπ, Τζέιμς — (Stanhope). Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός (Παρίσι 1673 Λονδίνο 1721). Υπηρέτησε στην Ιταλία κάτω από τις διαταγές του δούκα της Σαβοΐας Βίκτωρα Αμεδαίου B’ (1693) και πολέμησε στη Φλάνδρα στο πλευρό του Γουλιέλμου Γ’. Αργότερα πολέμησε στην… … Dictionary of Greek